- καλαμόφθογγος
- καλαμόφθογγος, -ον (Α)(για ήχο ή μέλος) αυτός που παιζόταν με καλάμι, με αυλό από καλάμι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλαμοφθόγγω — καλαμόφθογγος played on a reed masc/fem/neut nom/voc/acc dual καλαμόφθογγος played on a reed masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμόφθογγα — καλαμόφθογγος played on a reed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek